αερέλκυθρο
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αερέλκυθρο < αερ- + έλκυθρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αερέλκυθρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) πεδιλοφόρο όχημα που κινείται στο χιόνι η στον πάγο, με τη βοήθεια ελικοφόρου κινητήρα, ιδιαίτερα διαδεδομένο στις βόρειες χώρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αερέλκυθρο
|