(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερέλκυθρο τα αερέλκυθρα
      γενική του αερέλκυθρου των αερέλκυθρων
    αιτιατική το αερέλκυθρο τα αερέλκυθρα
     κλητική αερέλκυθρο αερέλκυθρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αερέλκυθρο < αερ- + έλκυθρο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αερέλκυθρο ουδέτερο

  • (τεχνολογία) πεδιλοφόρο όχημα που κινείται στο χιόνι η στον πάγο, με τη βοήθεια ελικοφόρου κινητήρα, ιδιαίτερα διαδεδομένο στις βόρειες χώρες

Μεταφράσεις

επεξεργασία