αγνάντιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγνάντιο | τα | αγνάντια |
γενική | του | αγνάντιου | των | αγνάντιων |
αιτιατική | το | αγνάντιο | τα | αγνάντια |
κλητική | αγνάντιο | αγνάντια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγνάντιο < αγναντεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγνάντιο ουδέτερο (α-γνά-ντιο)
- τόπος ή σημείο συνηθέστερα υπερυψωμένο από το οποίο μπορεί κανείς να δει την τριγύρω περιοχή