αγνάντια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγνάντια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική «τὰ ἐναντία» (τα απέναντι) > τα ενάντια > τ' αγνάντια [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣnan.dʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γνά‐ντια
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αγνάντια (τοπικό επίρρημα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγνάντια
→ δείτε τη λέξη απέναντι |
Επεξεργασία
- ↑ «αγνάντια» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.