αγναντεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγναντεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγναντεύω < επίρρημα ἀγνάντ(ια) + -εύω [1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣnanˈde.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γνα‐ντεύ‐ω
Ρήμα επεξεργασία
αγναντεύω, αόρ.: αγνάντεψα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα επεξεργασία
- αγναντέβγω
- αγναντέβγου
- αγναντιάζω
- αναντιάζω
- ξανοίγω[3] (ιδιωματικό)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αγνάντια
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγναντεύω | αγνάντευα | θα αγναντεύω | να αγναντεύω | αγναντεύοντας | |
β' ενικ. | αγναντεύεις | αγνάντευες | θα αγναντεύεις | να αγναντεύεις | αγνάντευε | |
γ' ενικ. | αγναντεύει | αγνάντευε | θα αγναντεύει | να αγναντεύει | ||
α' πληθ. | αγναντεύουμε | αγναντεύαμε | θα αγναντεύουμε | να αγναντεύουμε | ||
β' πληθ. | αγναντεύετε | αγναντεύατε | θα αγναντεύετε | να αγναντεύετε | αγναντεύετε | |
γ' πληθ. | αγναντεύουν(ε) | αγνάντευαν αγναντεύαν(ε) |
θα αγναντεύουν(ε) | να αγναντεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγνάντεψα | θα αγναντέψω | να αγναντέψω | αγναντέψει | ||
β' ενικ. | αγνάντεψες | θα αγναντέψεις | να αγναντέψεις | αγνάντεψε | ||
γ' ενικ. | αγνάντεψε | θα αγναντέψει | να αγναντέψει | |||
α' πληθ. | αγναντέψαμε | θα αγναντέψουμε | να αγναντέψουμε | |||
β' πληθ. | αγναντέψατε | θα αγναντέψετε | να αγναντέψετε | αγναντέψτε | ||
γ' πληθ. | αγνάντεψαν αγναντέψαν(ε) |
θα αγναντέψουν(ε) | να αγναντέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγναντέψει | είχα αγναντέψει | θα έχω αγναντέψει | να έχω αγναντέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αγναντέψει | είχες αγναντέψει | θα έχεις αγναντέψει | να έχεις αγναντέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αγναντέψει | είχε αγναντέψει | θα έχει αγναντέψει | να έχει αγναντέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγναντέψει | είχαμε αγναντέψει | θα έχουμε αγναντέψει | να έχουμε αγναντέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αγναντέψει | είχατε αγναντέψει | θα έχετε αγναντέψει | να έχετε αγναντέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγναντέψει | είχαν αγναντέψει | θα έχουν αγναντέψει | να έχουν αγναντέψει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγναντεύω
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγναντεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγναντεύω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 13. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-07-28.