Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλβανόπουλο τα αλβανόπουλα
      γενική του αλβανόπουλου των αλβανόπουλων
    αιτιατική το αλβανόπουλο τα αλβανόπουλα
     κλητική αλβανόπουλο αλβανόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλβανόπουλο < Αλβαν(ός) + -όπουλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.vaˈno.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βα‐νό‐που‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλβανόπουλο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία