Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριογαρίφαλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγριογαρίφαλ
ο
τα
αγριογαρίφαλ
α
γενική
του
αγριογαρίφαλ
ου
των
αγριογαρίφαλ
ων
αιτιατική
το
αγριογαρίφαλ
ο
τα
αγριογαρίφαλ
α
κλητική
αγριογαρίφαλ
ο
αγριογαρίφαλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριογαρίφαλο
< (
άγριος
)
αγριο-
+
γαρίφαλο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ɣɾi.o.ɣaˈɾi.fa.lo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α
‐
γρι
‐
ο
‐
γα
‐
ρί
‐
φα
‐
λο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριογαρίφαλο
ουδέτερο
(
λουλούδι
)
είδος
γαρίφαλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριογαρίφαλο