γαρίφαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαρίφαλο | τα | γαρίφαλα |
γενική | του | γαρίφαλου | των | γαρίφαλων |
αιτιατική | το | γαρίφαλο | τα | γαρίφαλα |
κλητική | γαρίφαλο | γαρίφαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαρίφαλο < (αντιδάνειο) μεσαιωνική ελληνική / γαρόφαλον / γαρούφαλο / γαρυόφαλον < βενετική garofolo < λατινική garofolum < ελληνιστική κοινή καρυόφυλλον πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, παρετυμολόγηση κάρυον + φύλλον[1] απ' όπου και η γραφή με ύψιλον[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈɾi.fa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐ρί‐φα‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαρίφαλο ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) το άνθος της γαριφαλιάς (Dianthus caryophyllus)· έχει διάφορα χρώματα, λεπτό άρωμα και πολύ πυκνά πέταλα
- (μπαχαρικό) που προκύπτει από τον αποξηραμένο καρπό του δέντρου Καρυόφυλλος ο αρωματικός· μοιάζει με μικρό καρφί κι έχει έντονη γεύση
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γαρύφαλλο (δείτε Ετυμολογία)
- γαρούφαλο
Συγγενικά
επεξεργασία- αγριογαρίφαλο
- γαριφαλάκι
- γαριφαλιά
- Γαριφαλιά
- γαριφαλίτσα
- Γαρίφαλος
- γαριφαλέλαιο
- γαριφαλόδενδρο
- κανελογαρίφαλο
- → δείτε και τη λέξη καριοφίλι ως παρετυμολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία άνθος της γαριφαλιάς
το μπαχαρικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γαρίφαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.