Δείτε επίσης: καριόφιλο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρυόφυλλον < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική caryophyllus (< επανασημασιοδότηση από: αρχαία ελληνική καρυόφυλλον)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρυόφυλλον ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρυόφυλλον < το καρύας φύλλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρυόφυλλον ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία