καρύα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κᾰρῠα- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | καρύᾱ | αἱ | καρύαι | ||||
γενική | τῆς | καρύᾱς | τῶν | καρυῶν | ||||
δοτική | τῇ | καρύᾳ | ταῖς | καρύαις | ||||
αιτιατική | τὴν | καρύᾱν | τὰς | καρύᾱς | ||||
κλητική ὦ! | καρύᾱ | καρύαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρύᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καρύαιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρύα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρύα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- καρύα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.