μοσχοκάρφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοσχοκάρφι | τα | μοσχοκάρφια |
γενική | του | μοσχοκαρφιού | των | μοσχοκαρφιών |
αιτιατική | το | μοσχοκάρφι | τα | μοσχοκάρφια |
κλητική | μοσχοκάρφι | μοσχοκάρφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοσχοκάρφι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουσκοκάρφιν / μοσχοκάρφιον < αρχαία ελληνική μόσχος + (ελληνιστική κοινή) καρφίον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοσχοκάρφι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοσχοκάρφι
|