μοσκοκάρφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοσκοκάρφι | τα | μοσκοκάρφια |
γενική | του | μοσκοκαρφιού | των | μοσκοκαρφιών |
αιτιατική | το | μοσκοκάρφι | τα | μοσκοκάρφια |
κλητική | μοσκοκάρφι | μοσκοκάρφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοσκοκάρφι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μοσχοκάρφι