Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καριόφιλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καριόφιλ
ο
τα
καριόφιλ
α
γενική
του
καριόφιλ
ου
των
καριόφιλ
ων
αιτιατική
το
καριόφιλ
ο
τα
καριόφιλ
α
κλητική
καριόφιλ
ο
καριόφιλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καριόφιλο
<
καριοφίλ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καριόφιλο
ουδέτερο
άλλη γραφή του
καριοφίλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καριόφιλο
→
δείτε
τη λέξη
καριοφίλι