carnation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
carnation | carnations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcarnation (en)
- (φυτό) η γαρυφαλλιά (Dianthus caryophyllus)
- (φυτό) το άνθος της γαρυφαλλιάς, το γαρύφαλλο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
carnation | carnations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcarnation (fr) θηλυκό