ενικός         πληθυντικός  
carnation carnations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

carnation (en)

  1. (φυτό) η γαρυφαλλιά (Dianthus caryophyllus)
  2. (φυτό) το άνθος της γαρυφαλλιάς, το γαρύφαλλο



      ενικός         πληθυντικός  
carnation carnations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

carnation (fr) θηλυκό

  1. το χρώμα του δέρματος