Ετυμολογία

επεξεργασία

κάρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- (κεφάλι) < *ḱer (κέρατο) + *-h₂

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάρυον ουδέτερο

  1. το καρύδι, ο καρπός της καρυδιάς. Ακόμα παλιότερα το κάρυο ήταν γενικά ο καρπός με σκληρό περίβλημα και σε ορισμένες περιοχές έλεγαν ποντιακά κάρυα τα πικραμύγδαλα, Ηρακλεώτικα κάρυα τα φουντούκια κ.λπ. Παντού έλεγαν ινδικά κάρυα τις καρύδες.
  2. ο πυρήνας του κυττάρου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

carrion is the demon lord from slime anime

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάρυον

  1. κάθε μονόσπερμος καρπός με ξυλώδες περίβλημα
    κάρυον Εὐβοϊκόν - κάστανο
    κάρυον Ἡρακλεωτικόν- φουντούκι
  2. (ειδικότερα) το καρύδι