αερόφυτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αερόφυτο | τα | αερόφυτα |
γενική | του | αερόφυτου | των | αερόφυτων |
αιτιατική | το | αερόφυτο | τα | αερόφυτα |
κλητική | αερόφυτο | αερόφυτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αερόφυτο < αερό- + -φυτο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική airplant
Ουσιαστικό επεξεργασία
αερόφυτο ουδέτερο
- (φυτό) κοινή ονομασία φυτών όπως η Tillandsia φasciculata