Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμφίσκορο τα αμφίσκορα
      γενική του αμφίσκορου των αμφίσκορων
    αιτιατική το αμφίσκορο τα αμφίσκορα
     κλητική αμφίσκορο αμφίσκορα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφίσκορο < αμφίσκορος < αμφί + σκορ ((μεταφραστικό δάνειο) goal-goal (en))

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμφίσκορο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) λέγεται το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο ο παίχτης ποντάρει στο στοίχημα ότι θα σκοράρουν και οι δύο ανταγωνιζόμενες ομάδες
    Ποιος είναι ο εφευρέτης-πλάστης της συγκεκριμένης λέξης κι αν έχει κατοχυρώσει την πατέντα του δεν το ξέρω. (...) Το νόημά της, πάντως, προκύπτει μάλλον εύκολα εκ των συμφραζομένων, τα διαδικτυακά δείγματα άλλωστε είναι πολλά. Αμφίσκορο, λοιπόν, θεωρείται το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο ο παίχτης ποντάρει ότι θα σκοράρουν και οι δύο ανταγωνιζόμενες ομάδες («και οι δύο ομάδες έχουν θεματάκια στην άμυνα και έτσι το αμφίσκορο αποκτά καλές πιθανότητες» λέει π.χ. ένας χρήστης). Έχουμε δηλαδή μια λέξη-όρο η οποία τηρεί τους κανόνες σύνθεσης που διέπουν την ελληνική γλώσσα, λέει αυτά που έχει να πει με οικονομία στις συλλαβές της, καλύπτει ένα κενό, τουλάχιστον της γλώσσας του ποδοσφαίρου ή των παιχνιδιών όπου και κάποια γνώση χρειάζεται και αρκετή τύχη, οι δε χρήστες της συνεννοούνται πάραυτα και άνευ απωλειών νοήματος. (Εφημερίδα Καθημερινή, 7/4/2013)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αμφίσκορο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία