αναρχούμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρχούμενο < ουδέτερο του αναρχούμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναρχούμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναρχούμενο ουδέτερο
- η αναρχούμενη κατάσταση, χάος, αναρχία,
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρχούμενο