Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναρχούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναρχούμεν
ος
η
αναρχούμεν
η
το
αναρχούμεν
ο
γενική
του
αναρχούμεν
ου
της
αναρχούμεν
ης
του
αναρχούμεν
ου
αιτιατική
τον
αναρχούμεν
ο
την
αναρχούμεν
η
το
αναρχούμεν
ο
κλητική
αναρχούμεν
ε
αναρχούμεν
η
αναρχούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναρχούμεν
οι
οι
αναρχούμεν
ες
τα
αναρχούμεν
α
γενική
των
αναρχούμεν
ων
των
αναρχούμεν
ων
των
αναρχούμεν
ων
αιτιατική
τους
αναρχούμεν
ους
τις
αναρχούμεν
ες
τα
αναρχούμεν
α
κλητική
αναρχούμεν
οι
αναρχούμεν
ες
αναρχούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναρχούμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αναρχούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναρχούμενος
αγγλικά
:
anarchic
(en)
,
unsettled
(en)
,
chaotic
(en)
,
disorganized
(en)