Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρχούμενος η αναρχούμενη το αναρχούμενο
      γενική του αναρχούμενου της αναρχούμενης του αναρχούμενου
    αιτιατική τον αναρχούμενο την αναρχούμενη το αναρχούμενο
     κλητική αναρχούμενε αναρχούμενη αναρχούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρχούμενοι οι αναρχούμενες τα αναρχούμενα
      γενική των αναρχούμενων των αναρχούμενων των αναρχούμενων
    αιτιατική τους αναρχούμενους τις αναρχούμενες τα αναρχούμενα
     κλητική αναρχούμενοι αναρχούμενες αναρχούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αναρχούμενος, -η, -ο




  Μεταφράσεις επεξεργασία