Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρχούμαι < άναρχος + -ούμαι

αναρχούμαι

  1. (πολιτική) κυβερνιέμαι με αναρχικό τρόπο
  2. δεν υπακούω σε συγκεκριμένους κανόνες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία