αναρχούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααναρχούμαι
- (πολιτική) κυβερνιέμαι με αναρχικό τρόπο
- δεν υπακούω σε συγκεκριμένους κανόνες
Συγγενικά
επεξεργασία- αναρχούμενο
- αναρχούμενος
- → δείτε τις λέξεις άναρχος και αρχή
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναρχούμαι | αναρχούμουν | θα αναρχούμαι | να αναρχούμαι | ||
β' ενικ. | αναρχείσαι | αναρχούσουν | θα αναρχείσαι | να αναρχείσαι | ||
γ' ενικ. | αναρχείται | αναρχούνταν | θα αναρχείται | να αναρχείται | ||
α' πληθ. | αναρχούμαστε | αναρχούμασταν αναρχούμαστε |
θα αναρχούμαστε | να αναρχούμαστε | ||
β' πληθ. | αναρχείστε | αναρχούσασταν αναρχούσαστε |
θα αναρχείστε | να αναρχείστε | αναρχείστε | |
γ' πληθ. | αναρχούνται | αναρχούνταν | θα αναρχούνται | να αναρχούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναρχήθηκα | θα αναρχηθώ | να αναρχηθώ | αναρχηθεί | ||
β' ενικ. | αναρχήθηκες | θα αναρχηθείς | να αναρχηθείς | αναρχήσου | ||
γ' ενικ. | αναρχήθηκε | θα αναρχηθεί | να αναρχηθεί | |||
α' πληθ. | αναρχηθήκαμε | θα αναρχηθούμε | να αναρχηθούμε | |||
β' πληθ. | αναρχηθήκατε | θα αναρχηθείτε | να αναρχηθείτε | αναρχηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναρχήθηκαν αναρχηθήκαν(ε) |
θα αναρχηθούν(ε) | να αναρχηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναρχηθεί | είχα αναρχηθεί | θα έχω αναρχηθεί | να έχω αναρχηθεί | αναρχημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναρχηθεί | είχες αναρχηθεί | θα έχεις αναρχηθεί | να έχεις αναρχηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναρχηθεί | είχε αναρχηθεί | θα έχει αναρχηθεί | να έχει αναρχηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναρχηθεί | είχαμε αναρχηθεί | θα έχουμε αναρχηθεί | να έχουμε αναρχηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναρχηθεί | είχατε αναρχηθεί | θα έχετε αναρχηθεί | να έχετε αναρχηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναρχηθεί | είχαν αναρχηθεί | θα έχουν αναρχηθεί | να έχουν αναρχηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρχούμαι
|