Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αερόλουτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αερόλουτρ
ο
τα
αερόλουτρ
α
γενική
του
αερόλουτρ
ου
των
αερόλουτρ
ων
αιτιατική
το
αερόλουτρ
ο
τα
αερόλουτρ
α
κλητική
αερόλουτρ
ο
αερόλουτρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αερόλουτρο
<
αερο-
+
λουτρό
+
-ο
((
μεταφραστικό δάνειο
) (
αγγλικά
)
air bath
(en)
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αερόλουτρο
ουδέτερο
το
λουτρό
που γίνεται με το να χτυπάει ο
αέρας
το γυμνό
σώμα
, για
θεραπευτικούς
λόγους ή για λόγους
υγείας
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ηλιόλουτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αερόλουτρο
αγγλικά
:
air bath
(en)