Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίντερο τα αντίντερα
      γενική του αντίντερου των αντίντερων
    αιτιατική το αντίντερο τα αντίντερα
     κλητική αντίντερο αντίντερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίντερο < παραφθορά του αντίδωρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίντερο ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, ιδίως στα κρητικά) το αντίδωρο
    ※  Κάθε Κυριακή το λοιπόν μετά τη λειτουργία ήπαιρνε αντίντερο από την εκκλησιά η άμια Ντουντού, το 'κρυβε μέσα στον κόρφο της τυλιγμένο σε χαρτάκι, το πήγαινε στην αδερφή τση εκεί στον Τουρκομαχαλά και τση το 'δινε και το 'τρωγεν αυτή.
    Νίκος Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη (Αθήνα: Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972).

  Μεταφράσεις επεξεργασία