αδιαχώρητο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ði.aˈxo.ɾi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐χώ‐ρη‐το
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αδιαχώρητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αδιαχώρητος
- για την φυσική έννοια < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική impénétrabilité
Επίθετο
επεξεργασία
αδιαχώρητο
- ο πολύ μεγάλος συνωστισμός
- (φυσική) ιδιότητα κάθε υλικού σώματος όπου δεν μπορεί να βρίσκεται σε ένα κομμάτι χώρου ταυτόχρονα με ένα άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνωστισμός
→ δείτε τη λέξη συνωστισμός |
η ιδιότητα κάθε σώματος
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αδιαχώρητο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αδιαχώρητος