↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαχώρητος η αδιαχώρητη το αδιαχώρητο
      γενική του αδιαχώρητου της αδιαχώρητης του αδιαχώρητου
    αιτιατική τον αδιαχώρητο την αδιαχώρητη το αδιαχώρητο
     κλητική αδιαχώρητε αδιαχώρητη αδιαχώρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαχώρητοι οι αδιαχώρητες τα αδιαχώρητα
      γενική των αδιαχώρητων των αδιαχώρητων των αδιαχώρητων
    αιτιατική τους αδιαχώρητους τις αδιαχώρητες τα αδιαχώρητα
     κλητική αδιαχώρητοι αδιαχώρητες αδιαχώρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιαχώρητος < α- + δια- + χωρώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιαχώρητος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί να βρεθεί ταυτόχρονα με κάποιον άλλο στον ίδιο χώρο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία