αγριοκέρασο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈce.ɾa.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐κέ‐ρα‐σο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριοκέρασο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- αγριοκερασιά
- → και δείτε τις λέξεις κεράσι και άγριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριοκέρασο
|
Πηγές
επεξεργασία
- αγριοκέρασο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγριοκέρασο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας