↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοκέρασο τα αγριοκέρασα
      γενική του αγριοκέρασου των αγριοκέρασων
    αιτιατική το αγριοκέρασο τα αγριοκέρασα
     κλητική αγριοκέρασο αγριοκέρασα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριοκέρασο < αγριο- + κεράσ(ι) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈce.ɾa.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρι‐ο‐κέ‐ρα‐σο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγριοκέρασο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία