Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερόστρωμνο τα αερόστρωμνα
      γενική του αερόστρωμνου των αερόστρωμνων
    αιτιατική το αερόστρωμνο τα αερόστρωμνα
     κλητική αερόστρωμνο αερόστρωμνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αερόστρωμνο πολεμικού ναυτικού

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερόστρωμνο < αερό- + στρωμν(ή) + -ο, (απόδοση) αγγλική hovercraft [1] Δείτε και air cushion vehicle [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.eˈɾo.stɾo.mno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρό‐στρω‐μνο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αερόστρωμνο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. αερόστρωμνοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)