Δείτε επίσης: Άβατο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άβατο τα άβατα
      γενική του άβατου των άβατων
    αιτιατική το άβατο τα άβατα
     κλητική άβατο άβατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβατο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄβατον[1], ουδέτερο του ἄβατος[2] < ἀ- + αρχαία ελληνική βαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.va.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βα‐το

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άβατο ουδέτερο

  1. (μεταφορικά) σημείο ή χώρος στο οποίο δεν υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση
  2. (εκκλησιαστικός όρος) ιερός τόπος ή χώρος όπου απαγορεύεται η είσοδος σε γυναίκες ή σε αμύητους γενικότερα

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άβατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. άβατοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

άβατο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του άβατος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άβατος