ἄβατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄβατος -ος, -ον
- ο απάτητος, ο απροσπέλαστος, ο ιερός
- αναφερόμενο σε θήλυ αποδίδεται με την έννοια αβάτευτος
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἄβατος πόνος: η ποδάγρα
Συνώνυμα
επεξεργασία- ἀβέβηλος (ως προς την ιερότητα)