Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβέβηλος < α- στερητικό και βέβηλος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβέβηλος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει κοινή χρήση, ο απαραβίαστος, ο ιερός

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. ἄβατος