Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάτευτος η αβάτευτη το αβάτευτο
      γενική του αβάτευτου της αβάτευτης του αβάτευτου
    αιτιατική τον αβάτευτο την αβάτευτη το αβάτευτο
     κλητική αβάτευτε αβάτευτη αβάτευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάτευτοι οι αβάτευτες τα αβάτευτα
      γενική των αβάτευτων των αβάτευτων των αβάτευτων
    αιτιατική τους αβάτευτους τις αβάτευτες τα αβάτευτα
     κλητική αβάτευτοι αβάτευτες αβάτευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβάτευτος < α- στερητικό + βατεύω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αβάτευτος, -η, -ο

  • (κυρίως για ζώα, μεταφορικά όμως και για ανθρώπους) που δεν τον έχουν βατέψει, που δεν έχει ζευγαρώσει
    Το νταβραμπά! Ήρθε να μας βάλει στη θεογνωσία. Δεν κοιτάζει τις δικές τους παραλυσίες που δεν αφήνουν μήτε δαμάλα αβάτευτη, μόνο έρχεται να μας ανοίξει τάχα το δρόμο που πάει στον παράδεισο (Γαλάτεια Καζαντζάκη, Οι λεπροί, 1981)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία