βατεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βατεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βατεύω
Μετοχή
επεξεργασίαβατεμένος -η -ο
- (για ζώο, κυρίως θηλυκό) που έχει βατευτεί, που έχει ζευγαρωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βατεμένος
|