άβατο του Αγίου Όρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άβατο του Αγίου Όρους | ||
γενική | του | άβατου του Αγίου Όρους | ||
αιτιατική | το | άβατο του Αγίου Όρους | ||
κλητική | άβατο του Αγίου Όρους | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαάβατο του Αγίου Όρους ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (εκκλησιαστικός όρος) θεσμός σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος γυναικών στην επικράτεια του Αγίου Όρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία άβατο του Αγίου Όρους
|
Πηγές
επεξεργασία- άβατο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)