Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριόπευκο τα αγριόπευκα
      γενική του αγριόπευκου των αγριόπευκων
    αιτιατική το αγριόπευκο τα αγριόπευκα
     κλητική αγριόπευκο αγριόπευκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριόπευκο < αγριο- + πεύκο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριόπευκο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία