Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριόπευκο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγριόπευκ
ο
τα
αγριόπευκ
α
γενική
του
αγριόπευκ
ου
των
αγριόπευκ
ων
αιτιατική
το
αγριόπευκ
ο
τα
αγριόπευκ
α
κλητική
αγριόπευκ
ο
αγριόπευκ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριόπευκο
<
αγριο-
+
πεύκο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριόπευκο
ουδέτερο
(
φυτό
)
είδος
πεύκου
Συνώνυμα
επεξεργασία
αγριοστροβιλιά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άγριος
και
πεύκο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
λάριξ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριόπευκο
αγγλικά
:
black
(en)
pine
(en)
,
Austrian
(en)
pine
(en)