αιματόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.maˈto.ksi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐τό‐ξυ‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιματόξυλο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αιματόξυλο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας