↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιματόξυλο τα αιματόξυλα
      γενική του αιματόξυλου των αιματόξυλων
    αιτιατική το αιματόξυλο τα αιματόξυλα
     κλητική αιματόξυλο αιματόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιματόξυλο < αιματό- + ξύλο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.maˈto.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μα‐τό‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιματόξυλο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία