μπακάμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπακάμι | τα | μπακάμια |
γενική | του | μπακαμιού | των | μπακαμιών |
αιτιατική | το | μπακάμι | τα | μπακάμια |
κλητική | μπακάμι | μπακάμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπακάμι < οθωμανική τουρκική بقم (bakkam) + -ι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baˈka.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κά‐μι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπακάμι ουδέτερο
- το αιματόξυλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπακάμι
→ δείτε τη λέξη αιματόξυλο |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.