αβούτιλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβούτιλο | τα | αβούτιλα |
γενική | του | αβούτιλου | των | αβούτιλων |
αιτιατική | το | αβούτιλο | τα | αβούτιλα |
κλητική | αβούτιλο | αβούτιλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- αβούτιλο < αγγλική abutilon < αραβική أَبُو طِيلُون (ʾabū ṭīlūn, ινδική μολόχα)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αβούτιλο ουδέτερο
- (φυτό) είδος φυτών της οικογένειας της μολόχας (μαλαχοειδή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
αβούτιλο στη Βικιπαίδεια