αγιολείψανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ʝoˈli.psa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιο‐λεί‐ψα‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγιολείψανο ουδέτερο
- (θρησκεία) άλλη μορφή του άγιο λείψανο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγιολείψανο
→ δείτε τη λέξη άγιο λείψανο |
Πηγές επεξεργασία
- άγιο λείψανο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας