Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιολείψανο τα αγιολείψανα
      γενική του αγιολείψανου των αγιολείψανων
    αιτιατική το αγιολείψανο τα αγιολείψανα
     κλητική αγιολείψανο αγιολείψανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιολείψανο < αγιο- + λείψανο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ʝoˈli.psa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γιο‐λεί‐ψα‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγιολείψανο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία