αγριοκούναβο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈku.na.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐κού‐να‐βο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγριοκούναβο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το άγριο κουνάβι
αγριοκούναβο ουδέτερο