Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεφίτιδα οι μεφίτιδες
      γενική της μεφίτιδας των μεφιτίδων
    αιτιατική τη μεφίτιδα τις μεφίτιδες
     κλητική μεφίτιδα μεφίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεφίτιδα < → δείτε τη λέξη μεφίτις για το ταξινομικό γένος Mephitis

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεφίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία