Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεφίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μεφίτιδ
α
οι
μεφίτιδ
ες
γενική
της
μεφίτιδ
ας
των
μεφιτίδ
ων
αιτιατική
τη
μεφίτιδ
α
τις
μεφίτιδ
ες
κλητική
μεφίτιδ
α
μεφίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεφίτιδα
< →
δείτε
τη λέξη
μεφίτις
για το ταξινομικό γένος
Mephitis
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
me.ˈfi.ti.ða
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεφίτιδα
θηλυκό
(
θηλαστικό ζώο
) το
αγριοκούναβο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
→
δείτε
και
τη λέξη
κουνάβι
αγριοκούναβο
αγγλικά
:
skunk
(en)
αραβικά
:
ظربان
(ar)
(
ẓaribān
)
βουλγαρικά
:
скункс
(bg)
(
skunks
)
βρετονικά
:
skoñs
(br)
γαλλικά
:
mouffette
(fr)
γερμανικά
:
Stinktier
(de)
γεωργιανά
:
მყრალა
(ka)
(
mq̇rala
)
εσπεράντο
:
mefito
(eo)
ιαπωνικά
:
スカンク
(ja)
(
sukanku
)
ιρλανδικά γαελικά
:
scúnc
(ga)
ισπανικά
:
mofeta
(es)
ιταλικά
:
moffetta
(it)
καταλανικά
:
mofeta
(ca)
κινεζικά
:
臭鼬
(zh)
(
chòuyòu
)
κορεατικά
:
스컹크
(ko)
(
seukeongkeu
)
μανξ
:
breinnag
(gv)
ολλανδικά
:
stinkdier
(nl)
ουαλικά
:
drewgi
(cy)
πορτογαλικά
:
cangambá
(pt)
ρουμανικά
:
sconcs
(ro)
ρωσικά
:
вонючка
(ru)
(
vonjúčka
)