mefito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mefito | mefitoj |
αιτιατική | mefiton | mefitojn |
mefito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mefito | mefitoj |
αιτιατική | mefiton | mefitojn |
mefito (eo)