μεφίτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεφίτις < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Mephitis (ταξινομικού όρου) από το όνομα θεάς < πρωτοϊταλικής αρχής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεφίτις θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) {ή Μεφίτης (αρσενικό), ή μεφίτιδα) → δείτε το γένος Mephitis (το γένος των κουναβιών, σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των Μουστελιδών)
- (θηλαστικό ζώο) μεφίτιδα: το αγριοκούναβο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Μεφίτης στη Βικιπαίδεια