Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεφίτις < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Mephitis (ταξινομικού όρου) από το όνομα θεάς < πρωτοϊταλικής αρχής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεφίτις θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) {ή Μεφίτης (αρσενικό), ή μεφίτιδα) → δείτε το γένος  Mephitis (το γένος των κουναβιών, σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των Μουστελιδών)
  2. (θηλαστικό ζώο) μεφίτιδα: το αγριοκούναβο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία