αϊδημητριάτικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αϊδημητριάτικο < αγιοδημητριάτικος με αϊ- αντί του αγιο-
Ουσιαστικό επεξεργασία
αϊδημητριάτικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, λουλούδι, φυτό) άλλη μορφή του αγιοδημητριάτικο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αϊδημητριάτικο
→ δείτε τη λέξη αγιοδημητριάτικο |