αγροτόπαιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣɾoˈto.pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐τό‐παι‐δο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγροτόπαιδο ουδέτερο
- το παιδί μιας αγροτικής οικογένειας
- ※ Το τοποθέτησε σε περίοπτη θέση έξω από το μέγαρο των επιχειρήσεών του, για να κομπάζει πως αυτός ο μεγιστάνας ξεκίνησε από φτωχό αγροτόπαιδο, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, κι έγινε ό,τι έγινε χύνοντας τόνους ιδρώτα. (Ελένη Πριοβόλου, Φωνές στο νερό, (Αθήνα: Καστανιώτης), 2015, σελ. 73)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αγροτόπαιδο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)