αμυγδαλόλαδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμυγδαλόλαδο < μεσαιωνική ελληνική ἀμυγδαλόλαδον
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμυγδαλόλαδο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το αμυγδαλέλαιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμυγδαλόλαδο
|
αμυγδαλόλαδο ουδέτερο
|