• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αμυγδαλόλαδο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμυγδαλόλαδο τα αμυγδαλόλαδα
      γενική του αμυγδαλόλαδου των αμυγδαλόλαδων
    αιτιατική το αμυγδαλόλαδο τα αμυγδαλόλαδα
     κλητική αμυγδαλόλαδο αμυγδαλόλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αμυγδαλόλαδο < μεσαιωνική ελληνική ἀμυγδαλόλαδον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αμυγδαλόλαδο ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) το αμυγδαλέλαιο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αμυγδαλόλαδο
  • → δείτε τη λέξη αμυγδαλέλαιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμυγδαλόλαδο&oldid=5225382"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:48
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:48.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie