↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιόφιδο τα αγιόφιδα
      γενική του αγιόφιδου των αγιόφιδων
    αιτιατική το αγιόφιδο τα αγιόφιδα
     κλητική αγιόφιδο αγιόφιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα αγιόφιδο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγιόφιδο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγιόφιδο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία