πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αζουλένιο τα αζουλένια
      γενική του αζουλένιου των αζουλένιων
    αιτιατική το αζουλένιο τα αζουλένια
     κλητική αζουλένιο αζουλένια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.zuˈle.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αζουλένιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αζουλένιο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία