Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αζουλένιο τα αζουλένια
      γενική του αζουλένιου των αζουλένιων
    αιτιατική το αζουλένιο τα αζουλένια
     κλητική αζουλένιο αζουλένια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζουλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική azulene < ισπανική azul < αραβική لازورد (lāzuward) < περσική لاجورد (lâjvard, λάπις λάζουλι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.zuˈle.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ζου‐λέ‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αζουλένιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία