λάπις λάζουλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάπις λάζουλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάπις λάζουλι ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λάπις λάζουλι
→ δείτε τη λέξη λαζουρίτης |