αλεξικέρατο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλεξικέρατο < αλεξι- (< αρχαία ελληνική ἀλέξω) + κέρατο (μεταφορικά).
- λεξιπλασία από τον Εμμανουήλ Ροΐδη (το 1894), με χρήση κυρίως από τον Γιάννη Σκαρίμπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλεξικέρατο ουδέτερο
- η εξασφάλιση από τη συζυγική απιστία, η ανοσία στο κεράτωμα
- ↪ έχει το αλεξικέρατο! (δεν κινδυνεύει να απατηθεί από την/τον σύζυγο ή σύντροφο)
- ※ Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, «αλεξικεράτου»
- Εμμανουήλ Ροΐδης, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» στο snhell.gr [1894]· πρόσβαση: 2019-07-19.
- ※ Τη σύζυγο πολιορκεί ερωτικά επιφανής δικαστής της πόλης και φίλος του ζεύγους. Εκείνη δείχνει να κολακεύεται. Ο σύζυγος αντιδρά περίεργα: ουδείς λόγος ανησυχίας. Οι με τον «φίλο» τους σχέσεις της γυναίκας του, αντιγράφω τον Σκαρίμπα, θα του προσφέρουν ένα είδος αλεξικέρατου, κερατικήν ανοσίαν
- Συμεών Γρ. Σταμπουλού, «Ο Ήχος του κώδωνος και ο “αόρατος θίασος” του Γιάννη Σκαρίμπα» στο chronosmag.eu, περιοδικό Χρόνος 9 (Ιαν. 2014)· πρόσβαση: 2019-07-19.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλεξικέρατο
|