Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεριωθούμενο τα αεριωθούμενα
      γενική του αεριωθούμενου των αεριωθούμενων
    αιτιατική το αεριωθούμενο τα αεριωθούμενα
     κλητική αεριωθούμενο αεριωθούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριωθούμενο < αέριο + ωθούμενο, ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα ωθούμενος του ρήματος ωθούμαι (παθητική φωνή του ωθώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεριωθούμενο ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία