αεριωθούμενο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεριωθούμενο < αέριο + ωθούμενο, ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα ωθούμενος του ρήματος ωθούμαι (παθητική φωνή του ωθώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεριωθούμενο ουδέτερο
- σύγχρονο αεροσκάφος το οποίο κινείται από την ώση που παράγουν, αντί ελίκων, αεριοστρόβιλοι που εκτοξεύουν αέρια
Επίθετο επεξεργασία
- αυτό που ωθείται από αεριοστρόβιλο
- αεριωθούμενο αεροσκάφος