τζετ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζετ < αγγλική jet < παλαιά γαλλική get / giet < δημώδης λατινική *iectus / *jectus < λατινική iactus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος iacio
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζετ ουδέτερο άκλιτο
- (αεροπορικός όρος) αεριωθούμενο
- ακροφύσιο απ’ όπου εξέρχεται με δύναμη νερό ή άλλα υγρά
Συγγενικά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατζετ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεριωθούμενο
|