τζετ σετ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζετ σετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική jet set (→ δείτε τις λέξεις jet και set)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈd͡zet ˈset/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζετ σετ ουδέτερο, άκλιτο
- η διεθνής υψηλή κοινωνία, η κοινωνική «αφρόκρεμα», που ζει πλούσια, συχνάζει σε κοσμικά θέρετρα και ταξιδεύει για ευχαρίστηση· (κυριολεκτικά) αυτοί που (παλιότερα, όταν οι αεροπορικές μετακινήσεις ήταν ιδιαίτερα ακριβές) είχαν την οικονομική ευχέρεια να ταξιδεύουν συχνά με τζετ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τζετ σετ στη Βικιπαίδεια