Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζετ σετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική jet set (→ δείτε τις λέξεις jet και set)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈd͡zet ˈset/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζετ σετ ουδέτερο, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία